Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Ο κήπος μου..

Γράφω, γράφω, γράφω. Μα είσαι μακριά, τα γράμματα, οι λέξεις, τα νοήματα,
δεν σε φτάνουν. Δε ρωταω πως έφτασες εκεί. Εγώ σε έστειλα. Γύρισες πίσω βέβαια. Αρκετές φορές. Μα εγώ σε έστελνα κάθε φορά όλο και πιο μακριά. Κουράστηκες πια να γυρίζεις, ίσως και να συνήθισες, ίσως και να σ΄αρεσει πια ο τόπος που σε εξόρισα.
Κάπου-κάπου αναρωτιέμαι πώς να ναι. Ήθελα μια δυο φορές να έρθω να σε βρω. Φοβήθηκα. Φοβήθηκα εμένα, φοβήθηκα εμάς, φοβήθηκα τους λόγους για τους οποίους έφυγες. Φοβήθηκα μήπως μ’Αρέσει η εξορία μαζί σου και συνηθίσω σε ένα μέρος που μόνο στέλνω, σαν κακός δικτάτορας, όσους δεν συμφωνούν μαζί μου. Η σαν άλλος παράφρονας, όσους συμφωνούν απλά επειδή έχω αποφασίσει από πριν πως θέλω να τους διώξω. Γιατί έτσι. Όλα τα πράγματα είναι καθορισμένα. Στο μυαλό μου μόνο. Στον ανελέητο φόβο της πιθανής ευτυχίας μου. Στο «και έπειτα;» που θα την συνοδέψει. Στο μοναχικό «μετά» που θα την ακολουθησει. Και στη μη αποδοχή της που θα την στείλει τελικά στο πυρ το εξωτερον, να σε βρει, να με βρει,
να μου θυμίσει ξεχασμένες μνήμες, να με κάνει να ψάχνω το χρώμα των ματιών
σου, στον ψεύτικο μου, μικρό, πλαστό παράδεισο,
που τόσο καιρό πάσχιζα να φτιάξω, μαζεύοντας ένα ένα τα δεντράκια μου και βάζοντας στην μέση τη μορφή σου, όχι με την επιγραφή «μην αγγίζετε» αλλά με την άλλη την «προσοχή κίνδυνος κατολίσθησης» για να φοβάμαι να την πλησιάσω. Και πραγματικά δειλιάζω. Και προσπαθώ να μένω μακριά της γιατί δεν θέλω να χαλάσω την ηρεμία του παραδείσου μου. Ποιος ξέρει πόση σκόνη θα σκεπάσει τα δροσερά-αν και γλυφα- νερά του αν τραβήξω ένα λιθαράκι από το κέντρο του; Άλλες φορές πάλι, σαν να θυμάμαι πως την έβαλα εγώ αυτή την πινακίδα, σε πλησιάζω. Απλώνω το χέρι μου για να χαϊδέψω τρυφερά τα φύλλα σου. Εσύ όμως ψηλώνεις τότε ξαφνικά, τεντώνω το χέρι μου να σε φτάσω, προσπαθώ προσπαθώ μέχρι που ποναω και τότε μόλις χαμηλώσω εξαντλημένη πια σε βλέπω και σένα στο αληθινό σου ύψος. Μα δεν σαγγιζω πλέον. Ούτε καν προσπαθώ. Έχει έρθει ο φόβος πάλι και έχει καταλάβει την συνήθη θέση του. Εκεί δίπλα στην καρδιά που όταν κάθεται με πιάνει ένα σφίξιμο. Μερικές φορές κάθεται και κάτω απ την άκρη του ματιού. Και δεν φεύγει παρά μόνο όταν η μοναξιά τον διώξει με ένα δάκρυ. Είναι δική της θέση αυτή άλλωστε. Έχω συνηθίσει πια. Αφήνω τα δάκρυα να στεγνώνουν μόνα τους δεν τα αγγίζω με τα δάχτυλα, ούτε περιμένω, όπως παλιά, να ρθεις εσύ να τα φιλήσεις. Γιατί ξέρω πως δεν γίνεται. Εσύ έχεις βγάλει ρίζες στο κέντρο του κήπου μου και εγώ σαν να φοβομουνα μη φύγεις έριξα πάνω τους τσιμέντο. Κάποιος από τους φύλακες μου πε νομίζω πως μαράθηκες. Είπα «δεν έχει ανάγκη αυτός. Είναι το πιο όμορφο δέντρο μου, στο ωραιότερο σημείο». Κάποιος άλλος μου πε πως έριξες τα φύλλα, τους καρπούς σου. «μην σας νοιάζει», απάντησα, «εκεί που είναι σύντομα θα βγάλει άλλα». Κάποιος πέρασε και μου πε πως σ’ακούει τα βράδια να κλαις. Χθες το βράδυ έκλαψα μαζί σου. Και το πρωί που ξύπνησα αποκαμωμένη πια από το κλάμα αλλά δεν ήταν ο ίσκιος σου εκεί να με δροσίσει κοίταξα γύρω μου και είδα ζιζάνια, αγριόχορτα και μαραμένα δέντρα. Έτρεξα στις λίμνες στα ποτάμια μου να βρω λίγο νερό να τα ποτίσω, μα είχαν όλα τους στερέψει. Και τότε μου ‘πανε πως το μεσαίο δέντρο μου τράβηξε όλο το νερό όταν δεν είχε άλλα δάκρυα να κλάψει. Και δεν απάντησα άλλο. Κι από τότε σωπαίνω..


(3 Ιουλίου 2008, στην καταθλιπτικη -τότε- Αθήνα )

2 σχόλια:

Mary-Jane είπε...

:)
taksidiariko

Elen King είπε...

Φοβήθηκα μήπως μ’Αρέσει η εξορία μαζί σου και συνηθίσω σε ένα μέρος που μόνο στέλνω, σαν κακός δικτάτορας, όσους δεν συμφωνούν μαζί μου. Η σαν άλλος παράφρονας, όσους συμφωνούν απλά επειδή έχω αποφασίσει από πριν πως θέλω να τους διώξω

auto to kommati <3
h dikh mas autoexoria