Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

παρανοϊκός απολογισμός του τελευταίου χρόνου.

    
   Σιχαίνομαι να σε βλέπω online και να μη μου μιλάς.
Νευριάζω όταν βλέπω το νούμερο σου στο κινητό μου και δεν έχω το θάρρος να σου στείλω ένα μήνυμα.
Αηδιάζω και τρελαίνομαι κάθε φορά που αφήνω τη σκέψη σου να διαταράξει την ησυχία του μυαλού μου.
Θα ‘θελα να ξεριζώσω κάθε εικόνα από μέσα μου, κάθε ανάμνηση που να σε θυμίζει.
Μισώ τον εαυτό μου που μιλάει για σένα και μισώ και όλους αυτούς που με ακούνε ακόμα. Μισώ το ηλεκτρονικό σου γέλιο.
Xaxaxaxa
Μοιάζει τόσο ειρωνικό και ψεύτικο.
Μισώ τις συζητήσεις που κάναμε μέχρι τις 7 το πρωί. Τους ηλίθιους κανόνες σου για τις «σχέσεις». Την μουσική που ακούς. Τις ταινίες που μας άρεσαν. Τα ταξίδια που θέλεις να κάνεις.
"θύματα των media"
Έτσι δεν λες;
«είμαστε όλοι θύματα της τεχνολογίας και ζούμε σε έναν νέο μεσαίωνα.


Και όταν είσαι αληθινά δίπλα μου, τότε τι;
Σε κοιτάω και τρέμω γιατί φοβάμαι πως θα ακούσεις την καρδιά μου που χτυπάει ΤΟΣΟ δυνατά.
Θέλω να σε σκίσω με τα νύχια μου για να σου προκαλέσω ένα γαμημένο συναίσθημα-ακόμα και αν αυτό είναι ο πόνος.
Και την ίδια στιγμή μιλάς και δεν μπορώ να καταλάβω τι λες, γιατί σκέφτομαι πως θα ήταν να με φιλάς και εσύ με περνάς για χαζή. Και γελάς-και εγώ θέλω να σ’αγκαλιάσω. 
Και εσύ δεν έχεις ιδέα τι μπορεί να σκέφτομαι αλλά υποψιάζομαι πως μπορείς να μαντέψεις αφού κάθε μου σκέψη αποτυπώνεται στο πρόσωπο μου, εν αντιθέσει με το δικό σου πρόσωπο που παραμένει τόσο όμορφο μες την απάθεια του.
Και αρχίζω πάλι να σκέφτομαι μήπως δεν είμαι όμορφη αρκετά, έξυπνη αρκετά, καλή αρκετά, οτιδήποτε αρκετά για να είμαι μαζί σου.-Όχι! Ούτε καν να είμαι μαζί σου, απλά να σου κλέψω ένα φιλί.
Χμμ.. Τώρα ξέρουμε πως είμαι αρκετά απελπισμένη.


Και πως σίγουρα   δ ε ν  είμαι το κορίτσι που ήμουν παλιά, γιατί το κορίτσι εκείνο δεν θα περίμενε τόσους μήνες για να τα πείτε σε ένα μπαλκόνι μετά τις τρεις τα ξημερώματα.
Και αυτό δεν θα με ενοχλούσε, το αντίθετο θα έλεγα, αρκεί το μπαλκόνι να ήταν δικό σου, ή δικό μου και όχι κάποιου τρίτου.
Πάντα με ενοχλούσε η ύπαρξη τρίτων στην μεταξύ μας σχέση.
Εσένα προφανώς σε εξιτάρει. Εμένα δεν μου επιτρέπει να είμαι αυθόρμητη.
Εσύ, υπήρξες αυθόρμητος ποτέ;
Μετά από τόσους κανόνες, πρέπει και απαγορεύεται έχω αρχίσει να αμφιβάλλω.
«ξενερώνω όταν γίνεται αυτό.. Δεν μου αρέσει όταν η άλλη με πλησιάζει έτσι.. Δεν αντέχω όταν μια κοπέλα κάνει αυτό»
Μισώ που ξέρω όλους τους κανόνες σου, τα do’s και don’t και τώρα δεν μπορώ με κανένα τρόπο να σε προσεγγίσω.
Χα!
Βλέπω πέτυχε το παιχνιδάκι σου.
Αυτό ήθελες να κάνεις από την αρχή. Θα μπορούσα να σε παρομοιάσω με αράχνη αλλά αυτή τη στιγμή θέλω απλά να έρθω εκεί που είσαι και να σε βρίσω που με κάνεις να αισθάνομαι τόσο άσχημα για τον εαυτό μου και που καθημερινά υποτιμάς τη νοημοσύνη μου.
Νομίζω πως κουράστηκα να ασχολούμαι μαζί σου.


Εύχομαι να το εννοώ αυτή τη φορά.










Προφανώς και δεν το εννοούσα.



Και να ‘μαι πάλι να γράφω για σένα.
Βγαίνω έξω χαρούμενη – ίσως σε συναντήσω αυτή τη φορά-
Και γυρίζω σπίτι θυμωμένη.
Δεν κοιμάμαι καλά τον τελευταίο καιρό.
Στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου σα δαίμονας.
Ξυπνάω με νεύρα, ντύνομαι, σκέφτομαι πως μπορεί να σε πετύχω κάπου, βάζω το κραγιόν μου, δεν σε βλέπω πουθενά, γυρίζω σπίτι.
Πάλι νεύρα.
Πάνε μήνες τώρα που συμβαίνει αυτό.
Κάποια ευχάριστα διαλείμματα στην ανιαρή καθημερινότητα μου
-μην το πάρεις πάνω σου. Και εσύ υπήρξες ένα τέτοιο. Μόνο που εσύ δεν ήσουν πάντα ευχάριστο.
-ούτε αυτό να το πάρεις πάνω σου-
Ο κέρσορας αναβοσβήνει εριστικά στην οθόνη του υπολογιστή μου και νοιώθω πως με κοροϊδεύει.
Τα βράδια του καλοκαιριού στην πόλη είναι δύσκολα.
Νοιώθω το κορμί μου να καίει.
Σιγανή μουσική υπόκρουση.
Τα παγάκια στο νερό λιώνουν μέσα σε πέντε λεπτά κάνοντας ήχους κρουστών.
Μπαλκόνι. Το δικό μου αυτή τη φορά.
Φυσάει ελαφρύς αέρας.
Θα ήθελα να είμαι αλλού. Που; Αλλού. Οπουδήποτε. Πουθενά συγκεκριμένα.
Όχι απαραίτητα με κάποιον. Ούτε καν με εσένα. Δεν βρίσκεσαι εδώ πια.
Είναι κάποιος άλλος τώρα.
Πάντα είναι κάποιος άλλος.
Η τηλεόραση εκπέμπει φως. Το απόλυτο μήνυμα.
Εικόνες τρεμοπαίζουν. Δεν θυμάμαι τι είδα το προηγούμενο δευτερόλεπτο.
Ο ήχος στο mute. Δεν ακούγεται τίποτα πλέον.
Δεν υπάρχει τίποτα μες στο κεφάλι μου για να ακούσω. Καμία σκέψη.
Κάτι μυρίζει στον αέρα. Καλοκαίρι.
Αφουγκράζομαι όλους τους ήχους προσπαθώντας να μας θυμηθώ.
Ένα αποτυχημένο παρκάρισμα. Η τέντα να κουνιέται απαλά.
Ένας καυγάς σε ρωσική γλώσσα. Χωρίζονται από έναν Αφρικανό που μιλάει ελληνικά. Βαβέλ.
«Δεν θέλουμε φασαρίες στη γειτονιά.»
Μα, δεν έχουμε φασαρίες. Έχουμε μόνο απόλυτη ησυχία.
Εκατομμύρια μπαλκόνια, ελάχιστος ουρανός, δεν σε σκέφτομαι.
Και δεν ξέρω αν αυτό πονάει εσένα ή εμένα περισσότερο.
Το μελάνι κάνει κηλίδες στο χαρτί μου.
Μυστήρια φώτα, επικίνδυνες βραδινές βόλτες.
Δεν θα πρεπε να είσαι εδώ. Θα έπρεπε να κάνεις κάτι.
Ζέστη και μελαγχολία γίνονται ένα, σκεπάζουν το κορμί σου, το τυλίγουν, νιώθεις να κολλάς.
Κολλάς· έχεις κολλήσει εδώ; Θα έχεις ένα ακόμα άυπνο βράδυ.  Πλέον μιλάω και για τους δύο μας.
Σε λίγο ξημερώνει.
Μοναδικός ήχος τα σκουπιδιάρικα.
Μόνο ένα αστέρι. Και μόνο ένα φως στο απέναντι μπαλκόνι.
Μου αρκεί..


Θλιβερός απολογισμός. Μετράω τις ζημιές μου.
of all the things I've lost, I miss my mind the most..




Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

"να πονάς απο επιθυμία.."

"Θα αφήσω μέσα σου
ένα κεντρί σα χάδι
Να σε κάνω να πονάς
από επιθυμία."



Υπερβολές. Και μέσα μας και έξω μας και γύρω μας. Να θες να γράψεις τόσα πολλά, να θες να πείς ακόμα περισσότερα και να καταλήγεις, στην χειρότερη, να χαμογελάς αμήχανα και στην καλύτερη, να μιλάς περι ανέμων και υδάτων. 

Δεν θέλω αλλό να μιλάω για γεγονότα τετριμένα.
Κουράστηκα.
θέλω μια νέα αρχή μαζί σου.
Εμείς, ας λέμε απλά αλήθειες.

απλά;

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

special needs

baby love

Αγόρασε μου ένα μπαλόνι! Πάρε μου ποπ κορν, παγωτό, μαλλί της γριάς.
Κάνε βόλτες μαζί μου μέχρι να βρούμε ένα μέρος να κάτσουμε και χαμογέλασε μου όταν αποφασίσω πως θέλω να πάμε κάπου αλλού. Χάιδεψε μου τα μάγουλα. Δοκίμασε το νερό με το χέρι σου και λούσε τα μαλλιά μου.
Σκούπισε με, με μια απαλή και αφρατη πετσέτα που μυρίζει λεβάντα και βάλε με για ύπνο. Τραγούδα και νανούρισε με μέχρι να αποκοιμηθώ. Θέλω να μείνεις ξύπνιος και να με κοιτάς ως το πρωί, που θα ανοίξω τα μάτια μου. Να μου πεις καλημέρα και να με φιλήσεις γλυκά.

Βλέπεις, έχω ανάγκη από στοργή, φροντίδα και προδερμ όταν βγάζω τα τακούνια της μαμάς μου.
Και δεν θέλω να σαι εκεί για να μου βάλεις τις φωνές, αλλά για να παίξεις μαζί μου και να μου χαρίσεις τη νίκη.
Λοιπόν, θα είσαι;
Και μερικές φορές το μπαλόνι φεύγει από το χέρι μου. Τα ποπ-κορν μου πέφτουν βαριά, το παγωτό λιώνει πριν το φάω και το μαλλί της γριάς κολλάει στο χέρι μου.
Κανένα μέρος δεν μου αρέσει για να κάτσω και καμία απόφαση δεν μου μοιάζει σωστή. Οι πετσέτες είναι στα άπλυτα, το νερό είναι κρύο και η φωνή σου έχει κλείσει.
Μπορείς ακόμα και αυτές τις μέρες να σαι τρυφερός:
Ξέρω πως είναι δύσκολο, αλλά το “Johnson’s” δεν κάνει θαύματα.
Μερικές φορές ακόμα, τα μάτια μου τσούζουν.

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

journey

Ξεκίνησες από το μηδέν. Είχες απεριόριστες επιλογές.
Που καταλήγει ο δρόμος που διάλεξες; Περπατάω πίσω σου.
Σε κυνηγώ. Δεν τρέχω εγώ, τρέχει η γη κάτω από τα πόδια μου. Εκείνη με πάει, δεν την πάω εγώ. Μου μαθαίνει να προχωράω. με αφήνει να μεγαλώσω.
Χιλιάδες μονοπάτια. Κοιτάζω τον καθρέφτη μου, κοιτάζω τις φωτογραφίες μου, τις καίω. Μένει στάχτη.
Ο αέρας την παρασέρνει, με παρασέρνει. Διαπεραστικός ήχος•
Θα πάρω το πρώτο τρένο.
Στάχτη σε πράσινα καθίσματα και βρωμερά τασάκια.
Ημίφως. Υπόγειοι δρόμοι που οδηγούν στο πουθενά.
Χιλιάδες άνθρωποι, κουβαλάνε βαλίτσες, χαμένα βλέμματα, κουβαλάνε ιστορίες.
Τις ζουν και τις ξαναζούν, στο μυαλό τους.
«Έχουμε εισιτήριο». Ήχος.
Τραντάζομαι. Τραντάζεσαι και εσύ. Στάση. Ετοιμάζεσαι να κατέβεις.
«Μάλλον δεν πήρα το σωστό τρένο».
Παύση δευτερολέπτου.
Εγώ και εσύ σε ένα παράλληλο σύμπαν. Σε έχω βγάλει από το πλαίσιο σου. Δεν υπάρχει χρόνος εκεί, ούτε χώρος. Υπάρχουμε απλά εμείς. Εγώ και εσύ. Δίπλα-δίπλα, με κρατάς από το χέρι, μου δείχνεις τα αστέρια, πίνουμε ζεστή σοκολάτα και καφέ, χαϊδεύεις τα μαλλιά μου, μυρίζω το λαιμό σου, κάθομαι για ώρες και σε ακούω να μου μιλάς, κάνω έρωτα μαζί σου, με φιλάς ασταμάτητα. Δεν με νοιάζει αν έχει ζέστη ή κρύο, αν είμαστε κλεισμένοι μέσα ή έξω στη βροχή, το μόνο που με νοιάζει είναι να με φιλάς και να σε φιλάω. Ένα σύμπαν στο οποίο το μόνο που με νοιάζει είναι να μείνουμε αγκαλιασμένοι μέχρι να σιχαθούμε ο ένας τον άλλο.
«Αντίο». Δεν σε σταμάτησα. «μάλλον δεν πήρες το σωστό τρένο».
Συνεχίζω το ταξίδι, θα βρω άλλον συνεπιβάτη.
Σπάνια ταξιδεύει κανείς μόνος.
Κοιτάζω έξω. Αρχίζει να νυχτώνει.
Αστέρια. Να το δικό μου! Από ‘κει έπεσα, θυμάσαι;
Τούνελ. Σκοτάδι. Τράνταγμα. Τούνελ.
Ξανά έξω. Έχει ξημερώσει..
Ανοίγει η πόρτα μπαίνει κάποιος άλλος, βλέμμα χαμένο. Ονειρεύεται παραλίες. Άμμο, βράδια νοσταλγικά, ονειρεύεται έρωτα στο κύμα. Το βλέμμα του θολώνει.
Τράνταγμα.
Παφ! Το όνειρο του σκάει, γίνεται χίλια κομμάτια. Τινάζω την άμμο από πάνω μου.
Τούνελ. Σκοτάδι. Με πήρε ο ύπνος μάλλον. Άγνωστη κοπέλα καθισμένη δίπλα μου. Κρατάει μια καρδιά από βινύλιο. Τούνελ τέλος.
Έξω έχει συννεφιά. Η άγνωστη έχει κρύψει την καρδιά στην τσάντα της. Η άγνωστη έχει κλειδώσει ένα μυστικό στο συρτάρι του δωματίου της. Η άγνωστη σηκώνεται, περιμένει την επόμενη έξοδο,
Βαραίνει την τσέπη μου ένα κλειδί από ένα παλιό συρτάρι. Ησυχία. Και ήχος.
Μένω για λίγο μόνη. Μετά με επισκέπτονται οι σκέψεις. Με βομβαρδίζουν. Μεγάλα κανόνια, Μπαμ! Έλα! Πες μας τι θα κάνεις για αυτό. Κλείνω τα μάτια μου. Ησυχάζουν για λίγο. Μια μικρή ανακωχή.
Μπαίνει μέσα ένα παιδί: «θα παίξεις μαζί μου;» το κοιτάζω
«ναι, θα παίξω!»
«ε, όχι εσύ, δεν ξέρεις το παιχνίδι.» χαμογελά στην αδερφή του πίσω μου. Κατεβαίνει.
Ανοίγω το βιβλίο μου. Δεν θυμάμαι που είχα σταματήσει την τελευταία ανάγνωση. Αποφασίζω να το ξαναδιαβάσω.
Πρώτη σελίδα
Η αφιέρωση σου
«για πάντα.»
Για πάντα είναι πολύς καιρός… Είναι;
Ξεφυλλίζω τις σελίδες του βιβλίου αφηρημένη, κάπου-κάπου το μάτι μου πέφτει σε κάποιες, διαβάζω φράσεις
[..και γέμισε η κρύα αμμουδιά διαμάντια, θρύψαλα και σκόνη..]
Δεν κατάλαβα πότε μπήκε μέσα αυτή η γυναίκα.
Έχει το βλέμμα στυλωμένο πάνω μου.
Κοιτάζω το τζάμι. Με κοιτά μέσα από αυτό. Δεν κουνιέται, απλά με κοιτά.
Τα βλέφαρά της τρεμοπαίζουν για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, κάνω πως διαβάζω, καταλαβαίνει πως υποκρίνομαι.
Αναγγελία για την επόμενη στάση•
Ευτυχώς- με είχε τρομάξει για λίγο η σιωπή. Η γυναίκα δεν κατεβαίνει. Με κοιτά.
Την κοιτάζω και εγώ και τότε βλέπω. Βλέπω τις ρυτίδες της, βλέπω τα κουρασμένα πόδια, βλέπω το μελαγχολικό της βλέμμα, τις γραμμές από το ξεχασμένο γέλιο της. 
Βλέπω την στάχτη στα παλιά της ρούχα, λίγη άμμο στα μαλλιά της, ένα κλειδί περασμένο στο λαιμό της. Στο χέρι της κρατά ένα κομμάτι βινύλ καρδιάς. 
Και διαβάζει την τελευταία σελίδα του βιβλίου σου.
Συγνώμη. Ξεχάστηκα.
Εδώ θα κατέβω.


















photo belongs to: Cubagallery  http://www.flickr.com/photos/cubagallery/3391072487/

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Ερωτικό ανακοινωθέν


Εκείνη κράταγε ένα τεράστιο κόκκινο μπαλόνι, φουσκωμένο από αέρινα λόγια, ανασφάλειες, στιχάκια αγάπης, ανεκπλήρωτους έρωτες και πεταλούδες που συχνάζουν κυρίως στο στομάχι.
   Εκείνος είχε χαθεί σ΄ ένα λαβύρινθο από αδιέξοδα. είχε αλωθεί και καταναλωθεί τόσες φορές, μέχρι που ξέχασε ποιος είναι και που πάει.
Την ξεχώρισε μέσα στο πλήθος εξαιτίας του κόκκινου μπαλονιού της.

  Δεν Τον άκουσε καν να πλησιάζει, αφηρημένη όπως ήταν και προσκωλημένη στην προσπάθεια της να την προσέξουν.
την άγγιξε.
Πήρε μια βελόνα, (είχε πολλές στην τσέπη του, ενθύμιο του συνεχούς "ράβε-ξήλωνε")
 Την άγγιξε, πήρε μια βελόνα και έσπασε το μπαλόνι της.
Τους  έλουσε διαμαντένια βροχή και κάτω από αυτή, γίναν ένα.
Χωρίς ομπρέλα, βράχηκαν και οι δύο, κορμιά που γλιστρούσαν, κολλούσαν, ενώνονταν, χωρίζονταν, ξεσκίζονταν και ξανακολλούσαν.
   Χιλιάδες, εκατομμύρια μικρά διαμάντια λαμπύριζαν και στέγνωναν γύρω τους.
           Αυτή, μοιραία, παθιασμένη, είχε βιώσει τον πόνο.
και Εκείνος είχε μάθει πλέον να παίζει καλά το παιχνίδι της απόρριψης.

ΠΟΣΟ θόρυβο μπορεί να προκαλέσει ένα μικρό όχι.

 Οι συζητήσεις τους γίνονταν πάντα ανάμεσα σε φιλιά που είχαν γεύση τσιγάρου και αλκοόλ.
Μεθυσμένα λόγια, ψέματα και αλήθειες της στιγμής.
Ιδρωμένα χτυπήματα κάτω από τη μέση.
    Γιάτρευαν και πονούσαν ο Ένας τον άλλο, γιατί είχαν την δύναμη.
Δύο μικροί θεοί σκαρφαλωμένοι πάνω στα αλαζονικά τους άρματα.
Ανίκανοι να δουν οτιδήποτε άλλο παρά τους εαυτούς τους. Διαφωνίες, τους φέραν αντιμέτωπους, 
τους έκαναν εχθρούς
Τα άρματά Τους παραταγμένα το ένα απέναντι στο άλλο, έτοιμα για μάχη.
Ω! αυτές οι τεχνικές του πολέμου! τις γνώριζαν και οι δύο τόσο καλά..

Δεν υπήρξε νικητής. Παρά μόνο χαμένοι. ΧΑΘΗΚΑΝ.
Οι εφημερίδες έγραψαν πως και οι δύο μεριές θρήνησαν απώλειες.
   'Ένας άντρας περπατάει μες το πλήθος, πατάει μία εφημερίδα· έχει αμνησία, δεν θυμάται να διαβάσει.
Μία κοπέλα, αφηρημένη, τον προσπερνά φουσκώνοντας αργά το κόκκινο μπαλόνι της.
         Διασταυρώνονται τα αρώματα· ειρωνεία, αλαζονεία εγωισμός, γνωστή μυρωδιά , τσιγάρο και αλκοόλ.
Κανείς από τους δύο δεν γυρίζει πίσω, να κοιτάξει..


Υ.Γ: Αν οι φόβοι μάς μας  κάνουν μικρούς, τότε τί είναι αυτό που μας κάνει μεγάλους;