Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

journey

Ξεκίνησες από το μηδέν. Είχες απεριόριστες επιλογές.
Που καταλήγει ο δρόμος που διάλεξες; Περπατάω πίσω σου.
Σε κυνηγώ. Δεν τρέχω εγώ, τρέχει η γη κάτω από τα πόδια μου. Εκείνη με πάει, δεν την πάω εγώ. Μου μαθαίνει να προχωράω. με αφήνει να μεγαλώσω.
Χιλιάδες μονοπάτια. Κοιτάζω τον καθρέφτη μου, κοιτάζω τις φωτογραφίες μου, τις καίω. Μένει στάχτη.
Ο αέρας την παρασέρνει, με παρασέρνει. Διαπεραστικός ήχος•
Θα πάρω το πρώτο τρένο.
Στάχτη σε πράσινα καθίσματα και βρωμερά τασάκια.
Ημίφως. Υπόγειοι δρόμοι που οδηγούν στο πουθενά.
Χιλιάδες άνθρωποι, κουβαλάνε βαλίτσες, χαμένα βλέμματα, κουβαλάνε ιστορίες.
Τις ζουν και τις ξαναζούν, στο μυαλό τους.
«Έχουμε εισιτήριο». Ήχος.
Τραντάζομαι. Τραντάζεσαι και εσύ. Στάση. Ετοιμάζεσαι να κατέβεις.
«Μάλλον δεν πήρα το σωστό τρένο».
Παύση δευτερολέπτου.
Εγώ και εσύ σε ένα παράλληλο σύμπαν. Σε έχω βγάλει από το πλαίσιο σου. Δεν υπάρχει χρόνος εκεί, ούτε χώρος. Υπάρχουμε απλά εμείς. Εγώ και εσύ. Δίπλα-δίπλα, με κρατάς από το χέρι, μου δείχνεις τα αστέρια, πίνουμε ζεστή σοκολάτα και καφέ, χαϊδεύεις τα μαλλιά μου, μυρίζω το λαιμό σου, κάθομαι για ώρες και σε ακούω να μου μιλάς, κάνω έρωτα μαζί σου, με φιλάς ασταμάτητα. Δεν με νοιάζει αν έχει ζέστη ή κρύο, αν είμαστε κλεισμένοι μέσα ή έξω στη βροχή, το μόνο που με νοιάζει είναι να με φιλάς και να σε φιλάω. Ένα σύμπαν στο οποίο το μόνο που με νοιάζει είναι να μείνουμε αγκαλιασμένοι μέχρι να σιχαθούμε ο ένας τον άλλο.
«Αντίο». Δεν σε σταμάτησα. «μάλλον δεν πήρες το σωστό τρένο».
Συνεχίζω το ταξίδι, θα βρω άλλον συνεπιβάτη.
Σπάνια ταξιδεύει κανείς μόνος.
Κοιτάζω έξω. Αρχίζει να νυχτώνει.
Αστέρια. Να το δικό μου! Από ‘κει έπεσα, θυμάσαι;
Τούνελ. Σκοτάδι. Τράνταγμα. Τούνελ.
Ξανά έξω. Έχει ξημερώσει..
Ανοίγει η πόρτα μπαίνει κάποιος άλλος, βλέμμα χαμένο. Ονειρεύεται παραλίες. Άμμο, βράδια νοσταλγικά, ονειρεύεται έρωτα στο κύμα. Το βλέμμα του θολώνει.
Τράνταγμα.
Παφ! Το όνειρο του σκάει, γίνεται χίλια κομμάτια. Τινάζω την άμμο από πάνω μου.
Τούνελ. Σκοτάδι. Με πήρε ο ύπνος μάλλον. Άγνωστη κοπέλα καθισμένη δίπλα μου. Κρατάει μια καρδιά από βινύλιο. Τούνελ τέλος.
Έξω έχει συννεφιά. Η άγνωστη έχει κρύψει την καρδιά στην τσάντα της. Η άγνωστη έχει κλειδώσει ένα μυστικό στο συρτάρι του δωματίου της. Η άγνωστη σηκώνεται, περιμένει την επόμενη έξοδο,
Βαραίνει την τσέπη μου ένα κλειδί από ένα παλιό συρτάρι. Ησυχία. Και ήχος.
Μένω για λίγο μόνη. Μετά με επισκέπτονται οι σκέψεις. Με βομβαρδίζουν. Μεγάλα κανόνια, Μπαμ! Έλα! Πες μας τι θα κάνεις για αυτό. Κλείνω τα μάτια μου. Ησυχάζουν για λίγο. Μια μικρή ανακωχή.
Μπαίνει μέσα ένα παιδί: «θα παίξεις μαζί μου;» το κοιτάζω
«ναι, θα παίξω!»
«ε, όχι εσύ, δεν ξέρεις το παιχνίδι.» χαμογελά στην αδερφή του πίσω μου. Κατεβαίνει.
Ανοίγω το βιβλίο μου. Δεν θυμάμαι που είχα σταματήσει την τελευταία ανάγνωση. Αποφασίζω να το ξαναδιαβάσω.
Πρώτη σελίδα
Η αφιέρωση σου
«για πάντα.»
Για πάντα είναι πολύς καιρός… Είναι;
Ξεφυλλίζω τις σελίδες του βιβλίου αφηρημένη, κάπου-κάπου το μάτι μου πέφτει σε κάποιες, διαβάζω φράσεις
[..και γέμισε η κρύα αμμουδιά διαμάντια, θρύψαλα και σκόνη..]
Δεν κατάλαβα πότε μπήκε μέσα αυτή η γυναίκα.
Έχει το βλέμμα στυλωμένο πάνω μου.
Κοιτάζω το τζάμι. Με κοιτά μέσα από αυτό. Δεν κουνιέται, απλά με κοιτά.
Τα βλέφαρά της τρεμοπαίζουν για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, κάνω πως διαβάζω, καταλαβαίνει πως υποκρίνομαι.
Αναγγελία για την επόμενη στάση•
Ευτυχώς- με είχε τρομάξει για λίγο η σιωπή. Η γυναίκα δεν κατεβαίνει. Με κοιτά.
Την κοιτάζω και εγώ και τότε βλέπω. Βλέπω τις ρυτίδες της, βλέπω τα κουρασμένα πόδια, βλέπω το μελαγχολικό της βλέμμα, τις γραμμές από το ξεχασμένο γέλιο της. 
Βλέπω την στάχτη στα παλιά της ρούχα, λίγη άμμο στα μαλλιά της, ένα κλειδί περασμένο στο λαιμό της. Στο χέρι της κρατά ένα κομμάτι βινύλ καρδιάς. 
Και διαβάζει την τελευταία σελίδα του βιβλίου σου.
Συγνώμη. Ξεχάστηκα.
Εδώ θα κατέβω.


















photo belongs to: Cubagallery  http://www.flickr.com/photos/cubagallery/3391072487/