Ήρθες αργά
Τα βήματα σου μικρά κι αθόρυβα
σαν το ανεπαίσθητο αεράκι του Ιούνη
Ήρθες αργά
Στάθηκες στην πόρτα
Κι εγώ δεν είχα ούτε νερό να σε φιλέψω
Ήρθες αργά
Τα μάτια μου αβέβαια σε έψαξαν
Σαν μια εικόνα που γνωρίζουν
Μα δεν θυμούνται να αγαπούν
Στεκόσουν εκεί
Με το κρανίο σου και απ' όλα
Κοίταζες μέσα
Και σκέφτηκα όλα τα λουλούδια που μαράθηκαν
Και όλα τα φρούτα κομμένα στο πιατάκι
Που σάπισαν
μέχρι να 'ρθεις
Διέσχισα το δωμάτιο τάχα να σ' αγκαλιάσω
Μα εσύ πιο γρήγορα άπλωσες τα χέρια προς το μέρος μου
Αργά τα γνώριμα σου χέρια
Οι άκρες των δαχτύλων σου
Ο χειμώνας που μας ρήμαξε
Μας έγδυσε μας άφησε κενούς
Απέφυγα το βλέμμα κι αφέθηκα στο άγγιγμα
Κρύβοντας κάτω από τα ρούχα μου μια άνοιξη γεμάτη υποσχέσεις
Εσύ ήθελες το καλοκαίρι μου
Τα μικρά κενά ανάμεσα στα δόντια σου και τους μηρούς μου τώρα άνθιζαν παχιές λωρίδες φως
Σαν ένας άλλος Αιγύπτιος θεός υψώθηκες μπροστά μου
έτοιμος να χαρίσεις τη ζωή ή να δικάσεις
Τα χέρια μου ψηλαφιστά βρήκαν τις πιο μικρές σου εκδορές
Σε αυτή τη διακοπή του δέρματος σου
Έχωσα τα νύχια μου βαθιά
Να μπω μέσα στα κόκκαλα σου, κάτω από τους τένοντες και μέσα απ' τις συγχύσεις
Κάτω απ' όλον τον ιστό που σε κρατά όρθιο μπροστά μου
Βαθιά μέσα στα ζωτικά σου όργανα
Και πέρα απ' αυτά
Γιατί ζηλεύω κάθε τι που φέρεις μέσα σου
Ζηλεύω τη καρδιά που έχεις τόση ανάγκη την παλμική της κίνηση
Ζηλεύω το στομάχι, το συκώτι και τα σπλάχνα σου
Σπλάχνο μου
Ένα ρυάκι αναβλύζει από την κλείδα σου
Και εγώ που έζησα πέντε αιώνες ξηρασία
Νιώθω πως θέλω όλο να το πιω μα δεν θα φτάσει
Να ξεδιψάσει ο λαός και οι βασιλείς μου.